μηνοειδές

μηνοειδές
μηνοειδής
crescent-shaped
masc/fem voc sg
μηνοειδής
crescent-shaped
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μηνοειδής — ές (Α μηνοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα ημισελήνου, ο δρεπανοειδής («μηνοειδὲς ποιήσαντες τών νεῶν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. α) «μηνοειδές οστό» οστό τής μεσότητας του πρώτου στοίχου τών οστών τού καρπού με ημισεληνοειδές σχήμα β) «μηνοειδείς… …   Dictionary of Greek

  • FIBULA — Gr. φίβλη, quod ligat, Isid. aliis a figendo, quasi Figula, περόνη, ἐπιβλὴ. Gloss. Fibula, πόρπη, φιβλίον. Mart. quod Fibras. i. e. extremitates vestium constringat, aut quasi Figula, quia figit seu configit, dicta videtur. Eas non tam in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LUNULAE — in calceis Senatorum, apud Rom. Unde Iuv. Sat. 7. l. 3. v. 191. Nobilis et generosus Appositam nigrae Lunam subtexit alutae. Hinc Lunata pellis, Mart. l. 1. Epigr. 50. v. 3. cuius Epigraphe ad Lucanum de Hisp. locis, Lunata lingula eidem, l. 2.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NOVILUNIUM — ab Atheniensibus religiose observatum, ante quod copias contra hostem educere non licebat, eâ lege: Στρατείαν μὴ ἐξάγειν πρὸ τῆς τοῦ Μηνὸς ἑβδόμης, Copias ne educunto ante septimum mensis diem; cuius meminit Hesychius, Zenobius item Cent. 3. Prov …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… …   Dictionary of Greek

  • λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… …   Dictionary of Greek

  • μήνη — η (Α μήνη και μάνη) η σελήνη, ιδίως κατά τη διάρκεια τών πρώτων ή τών τελευταίων ημερών τής φάσης της, καθώς και το γεωμετρικό δρεπανοειδές σχήμα που παίρνει αυτή κατά τη διάρκεια αυτών τών ημερών, αλλ. μηνίσκος («τοῡ δ ἀπάνευθε σέλας γένετ ἠύτε… …   Dictionary of Greek

  • πελταστής — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαία Ελλάδα οι πολεμιστές εκείνοι που έφεραν ασπίδα και ελαφρύ οπλισμό, και αποτελούσαν ένα αυτοτελές στρατιωτικό σώμα. Στις μάχες τους τοποθετούσαν πίσω από τους άλλους στρατιώτες και τους χρησιμοποιούσαν κυρίως για τις… …   Dictionary of Greek

  • ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… …   Dictionary of Greek

  • τρίδυμος — η, ο / τρίδυμος, ον, ΝΑ 1. αυτός που γεννήθηκε μαζί με δύο άλλους κατά τον ίδιο τοκετό 2. τριπλός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τρίδυμα τρία παιδιά που γεννήθηκαν μαζί κατά τον ίδιο τοκετό νεοελλ. 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τρίδυμοι τα τρίδυμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”